αγραμμάτιστος

αγραμμάτιστος
-η, -ο
ο αγράμματος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητικό + *γραμματιστός < γραμματίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”